Διοικώ στα σλοβενικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vést, dioiko
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διοικώ στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα σλοβενικά - poveljnik, Vodja, komandant, Vodja zrakoplova, zrakoplova
- διοικητικός στα σλοβενικά - vláda, správa, upravno, upravna, upravni, upravne, administrativna
- διορία στα σλοβενικά - subjekt, termín, rok, Skrajni rok, rok za, roka
- διορίζομαι στα σλοβενικά - imenovani, imenoval, imenovan, imenuje, imenovala
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: vést, dioiko
Μεταφράσεις: vést, dioiko