Δυσκίνητος στα σλοβενικά

Μετάφραση: δυσκίνητος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
okorna, okorni, nerodno, okoren, okorne
Δυσκίνητος στα σλοβενικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκίνητος

δυσκίνητος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, δυσκίνητος στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • δυσαρεστώ στα σλοβενικά - zlo, Igrati, Ozlovoljiti
  • δυσεπίλυτος στα σλοβενικά - nepremagljiva, intractable, trdovratne, intraktabilna, nepristopen
  • δυσκαμψία στα σλοβενικά - nefleksibilnost, nefleksibilnosti, neprožnost, neprilagodljivost, togost
  • δυσκολία στα σλοβενικά - težava, težave, težavnost, oteženo, težave pri
Τυχαίες λέξεις
Δυσκίνητος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: okorna, okorni, nerodno, okoren, okorne