Εγκάρδιος στα σλοβενικά
Μετάφραση: εγκάρδιος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izvrsten, prisrčen, krepka, krepko, prisrčno
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκάρδιος
εγκάρδιος συνώνυμο, εγκάρδιος αγγλικά, εγκάρδιος συνώνυμα, εγκάρδιος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εγκάρδιος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εγείρομαι στα σλοβενικά - vznikat, narašča, dvig, dvignila, naraščati, dvignejo
- εγκάθετος στα σλοβενικά - sit, Usedi, sedeti, sedite, sedi
- εγκέφαλος στα σλοβενικά - možgani, možganov, brain, možgane, možganska
- εγκαθίσταμαι στα σλοβενικά - poravnavo, poravnati, poravna, poravnavi, usede
Τυχαίες λέξεις
Εγκάρδιος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: Izvrsten, prisrčen, krepka, krepko, prisrčno
Μεταφράσεις: Izvrsten, prisrčen, krepka, krepko, prisrčno