Εμποτίζω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
máčet, namočit, Okorio, ingrain
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποτίζω
εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εμποτίζω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εμπορεύματα στα σλοβενικά - blago, blaga, proizvodi, izdelki
- εμπορικός στα σλοβενικά - reklama, komercialna, poslovna, komercialno, komercialni, trgovinska
- εμπρηστής στα σλοβενικά - požigalec, Palikuća
- εμπρηστικός στα σλοβενικά - vnetne, vnetno, protivnetno, vnetna, vnetnih
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: máčet, namočit, Okorio, ingrain
Μεταφράσεις: máčet, namočit, Okorio, ingrain