Μάχομαι στα σλοβενικά
Μετάφραση: μάχομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spor, bojevat, boj, boja, boju, bojem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μάχομαι
μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, μάχομαι στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- μάτσο στα σλοβενικά - trs, bunch, kup, šopek, grozd, gruča
- μάχη στα σλοβενικά - boj, spor, bojevat, konflikt, bitka, bitko, battle, ...
- μέγαιρα στα σλοβενικά - liška, rovka
- μέγαρο στα σλοβενικά - palača, dvorec, mansion, trdnjava, graščina, dvor
Τυχαίες λέξεις
Μάχομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: spor, bojevat, boj, boja, boju, bojem
Μεταφράσεις: spor, bojevat, boj, boja, boju, bojem