Μανιβέλα στα σλοβενικά
Μετάφραση: μανιβέλα, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
crank, ročice, ročično, ročični, ročične
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανιβέλα
μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα, μανιβέλα λεξικό γλώσσας σλοβενικά, μανιβέλα στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- μανιακός στα σλοβενικά - blázen, manijak, maniac, blaznež, norec, maniak
- μανιασμένος στα σλοβενικά - divje, Mahnito, je divje, so divje
- μανικέτι στα σλοβενικά - manšeta, manšete, zapestnice, manšeto, zavihek
- μανιτάρι στα σλοβενικά - goba, gobova, gob, gobe, mushroom, gobji
Τυχαίες λέξεις
Μανιβέλα στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: crank, ročice, ročično, ročični, ročične
Μεταφράσεις: crank, ročice, ročično, ročični, ročične