Άμεσος στα σουηδικά
Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brådskande, angelägen, direkt, direkta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμεσος
άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας σουηδικά, άμεσος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- άμβλωση στα σουηδικά - abort, aborter, abortion, aborten
- άμεμπτος στα σουηδικά - klanderfria, ostraffliga, utan skuld, ostrafflig, blameless
- άμμος στα σουηδικά - sand, grus, sanden
- άμορφος στα σουηδικά - amorf, formlös, formlösa, formlöst, oformligt, oformliga
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: brådskande, angelägen, direkt, direkta
Μεταφράσεις: brådskande, angelägen, direkt, direkta