Αδύναμος στα σουηδικά
Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vek, spröd, matt, ömtålig, skör, orkeslös, klen, skröplig, svag, bräcklig, svaga, svagt, hyfsad, en svag
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδύναμος
αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας σουηδικά, αδύναμος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αδυναμία στα σουηδικά - svaghet, svaga, svagheten, svag
- αδυνατίζω στα σουηδικά - spenslig, smäcker, smal, smärt, debilitate, försvagar, försvaga, ...
- αδύνατον στα σουηδικά - omöjlig, omöjligt, omöjliga, möjligt, omöjligt att
- αδύνατος στα σουηδικά - svag, svaga, svagt, hyfsad, en svag
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vek, spröd, matt, ömtålig, skör, orkeslös, klen, skröplig, svag, bräcklig, svaga, svagt, hyfsad, en svag
Μεταφράσεις: vek, spröd, matt, ömtålig, skör, orkeslös, klen, skröplig, svag, bräcklig, svaga, svagt, hyfsad, en svag