Ακονίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärpa, vässa, slipa, skarpare, skärper
Ακονίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ακονίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα σουηδικά - eskort, eskortera, följande, följe, ledsaga, ackompanjemang, sekvens, ...
  • ακολουθώ στα σουηδικά - följa, medfölja, följ, följer, att följa, följa den
  • ακουμπώ στα σουηδικά - mager, Rör, röra, beröra, vidröra, trycker du
  • ακουστική στα σουηδικά - akustik, akustiken
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skärpa, vässa, slipa, skarpare, skärper