Αμύνομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värna, försvara, försvara mig, försvarar mig, värja mig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, αμύνομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα σουηδικά - städ, städet, mothållet, mothåll
- αμύγδαλο στα σουηδικά - mandel, mandelträd, mandelmassa, almond
- αν στα σουηδικά - om, vid, om det, när
- ανά στα σουηδικά - per
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: värna, försvara, försvara mig, försvarar mig, värja mig
Μεταφράσεις: värna, försvara, försvara mig, försvarar mig, värja mig