Ανοσία στα σουηδικά

Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
Ανοσία στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοσία

ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανοσία στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ανοξείδωτος στα σουηδικά - rostfritt, av rostfritt, i rostfritt, rostfria, rost
  • ανοράκ στα σουηδικά - anoraker, av anoraker, till anoraker, anoraker men
  • ανοχή στα σουηδικά - tolerans, toleransen
  • ανούσιος στα σουηδικά - fadd, osmaklig, motbjudande, tvivelaktiga, unsavory, tvivelaktigt
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som