Απερίσκεπτος στα σουηδικά
Μετάφραση: απερίσκεπτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tanklös, utslag, mötesetikett, inconsiderate, hänsynslös, hänsynslöst, hänsynslösa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απερίσκεπτος
απερίσκεπτος σημασια, απερίσκεπτος συνώνυμο, απερίσκεπτος συνωνυμα, απερίσκεπτοσ τι σημαινει, απερίσκεπτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, απερίσκεπτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- απελπισμένος στα σουηδικά - hopplös, hopplöst, hopplösa, hopplöshet
- απενεργοποιώ στα σουηδικά - inaktivera, avaktivera, inaktiverar, stänga, stänga av
- απεργία στα σουηδικά - strejk, strejka, slå, strike, strejken, lösen
- απεργοσπάστης στα σουηδικά - fink, finken, bolaget Fink
Τυχαίες λέξεις
Απερίσκεπτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tanklös, utslag, mötesetikett, inconsiderate, hänsynslös, hänsynslöst, hänsynslösa
Μεταφράσεις: tanklös, utslag, mötesetikett, inconsiderate, hänsynslös, hänsynslöst, hänsynslösa