Αποδεκατίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
decimera, decimate, decimerar, decimeras, att decimera
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αποδεκατίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα σουηδικά - bevis, tecken, bevisning, belägg, bevis för
- αποδεικνύω στα σουηδικά - påvisa, bevisa, visa, vara, visa sig, visar
- αποδεκτός στα σουηδικά - tillåtlig, tas upp till sakprövning, tas upp till prövning, upp till sakprövning, sakprövning
- αποδεσμεύω στα σουηδικά - unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: decimera, decimate, decimerar, decimeras, att decimera
Μεταφράσεις: decimera, decimate, decimerar, decimeras, att decimera