Βοηθώ στα σουηδικά
Μετάφραση: βοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
assistans, medhjälpare, assistera, hjälp, bistånd, bistå, hjälpa, hjälper, bidra, hjälpa till
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθώ
βοηθώ modern greek verbs, να βοηθώ, βοηθώ αντωνυμο, βοηθώ συνώνυμο, βοηθώ conjugation, βοηθώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, βοηθώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- βοηθητικός στα σουηδικά - medhjälpare, extra, tillsats, hjälp, reserv
- βοηθός στα σουηδικά - hjälpa, biträde, assistans, bistånd, bistå, medhjälpare, hjälp, ...
- βολή στα σουηδικά - kasta, skott, shot, skottet, sköt, skjuten
- βολβός στα σουηδικά - kula, glödlampa, lampa, lampan, glödlampan
Τυχαίες λέξεις
Βοηθώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: assistans, medhjälpare, assistera, hjälp, bistånd, bistå, hjälpa, hjälper, bidra, hjälpa till
Μεταφράσεις: assistans, medhjälpare, assistera, hjälp, bistånd, bistå, hjälpa, hjälper, bidra, hjälpa till