Βότανο στα σουηδικά
Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ört, örten, herb, ort, örter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βότανο
βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας σουηδικά, βότανο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- βόρειος στα σουηδικά - nordlig, norr, North, nord, norra, norrut
- βόσκω στα σουηδικά - beta, surfning, Browsing, Bläddring, Browsar, du surfar
- βότσαλο στα σουηδικά - småsten, sten, pebble, kiselsten
- βύθισμα στα σουηδικά - klunk, utkast, förslaget, förslaget till, utkastet, utkastet till
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ört, örten, herb, ort, örter
Μεταφράσεις: ört, örten, herb, ort, örter