Διαμαρτυρόμενος στα σουηδικά
Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Protestant, protestantiska, protestantisk, protestant, protestanten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος
διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας σουηδικά, διαμαρτυρόμενος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διαμαρτυρία στα σουηδικά - protestera, protest, protester, protesten
- διαμαρτυρίες στα σουηδικά - protestera, protest, protester, protesterna, protesterar
- διαμαρτύρομαι στα σουηδικά - protest, protestera, protester, protesten
- διαμελίζω στα σουηδικά - dissekera, dissekerar, dissect, obducera, bena
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: Protestant, protestantiska, protestantisk, protestant, protestanten
Μεταφράσεις: Protestant, protestantiska, protestantisk, protestant, protestanten