Διευθέτηση στα σουηδικά
Μετάφραση: διευθέτηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avtal, anstalt, arrangemang, arrangemanget, överenskommelse, anordning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διευθέτηση
διευθέτηση ορισμός, διευθέτηση συνώνυμα, διευθέτηση ρεμάτων, διευθέτηση δημοσίων ειδών, διευθέτηση χρόνου εργασίας, διευθέτηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, διευθέτηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διερμηνέας στα σουηδικά - tolk, översättare, tolken, tolkare
- διερωτώμαι στα σουηδικά - under, underverk, undrar, undra, att undra, frågar, fundera
- διευθετώ στα σουηδικά - beslut, marskalk, marskalken, Marshal, kalken
- διευθυντής στα σουηδικά - direktör, regissör, föreståndare, regissören, direktören, chef
Τυχαίες λέξεις
Διευθέτηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: avtal, anstalt, arrangemang, arrangemanget, överenskommelse, anordning
Μεταφράσεις: avtal, anstalt, arrangemang, arrangemanget, överenskommelse, anordning