Δικάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
döma, uppskatta, bedöma, domare, domaren, domstol
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικάζω
δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, δικάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- διηθώ στα σουηδικά - filtrera, filter, ras, ansträngning, anstränga, infiltrera, infiltrerar, ...
- διθυραμβικός στα σουηδικά - dithyrambic
- δικαίωμα στα σουηδικά - rätt, rättighet, riktig, exakt, rät, direkt, höger, ...
- δικαιοδοσία στα σουηδικά - befogenhet, behörighet, jurisdiktion, behörig, domstols behörighet, behörighets
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: döma, uppskatta, bedöma, domare, domaren, domstol
Μεταφράσεις: döma, uppskatta, bedöma, domare, domaren, domstol