Ελάττωμα στα σουηδικά
Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brist, fel, defekt, defekten, felet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωμα
ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, ελάττωμα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εκών στα σουηδικά - gärna, willy, snopp, Willys
- ελάσσων στα σουηδικά - ringa, mindre, moll, smärre, liten, små
- ελάττωση στα σουηδικά - rabatt, minskning, reduktion, minskningen, nedsättning, sänkning
- ελάφι στα σουηδικά - hjort, rådjur, hjortar, Deer
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: brist, fel, defekt, defekten, felet
Μεταφράσεις: brist, fel, defekt, defekten, felet