Εμποτίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blöta, ingrain
Εμποτίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμποτίζω

εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εμποτίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εμπορεύματα στα σουηδικά - vara, handelsvaror, varor, varorna, varor som, gods
  • εμπορικός στα σουηδικά - merkantil, kommersiell, kommersiella, kommersiellt, handels, affärs
  • εμπρηστής στα σουηδικά - mordbrännare, arsonist, pyromanen, mordbrännaren, pyroman
  • εμπρηστικός στα σουηδικά - inflammatorisk, inflammatoriska, inflammatory, inflammatoriskt
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: blöta, ingrain