Ενίσχυση στα σουηδικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amplifiering, förstärkning, förstärknings, förstärkningen
Ενίσχυση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας σουηδικά, ενίσχυση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα σουηδικά - fullvuxen, vuxen, vuxna, en vuxen, för vuxna
  • ενήλικος στα σουηδικά - vuxen, fullvuxen, vuxna, en vuxen, för vuxna
  • εναγής στα σουηδικά - avskyvärd, ryslig, hemsk, ohygglig, gräslig, käranden, kärande, ...
  • εναγόμενος στα σουηδικά - svarande, svaranden, svaranden har, svarandens, svar
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: amplifiering, förstärkning, förstärknings, förstärkningen