Ενθάρρυνση στα σουηδικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppmuntran, uppmuntra, främjande, uppmuntrande, uppmuntras
Ενθάρρυνση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας σουηδικά, ενθάρρυνση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα σουηδικά - aktiv, verksam, aktiva, aktivt, verksamma, verksamt
  • ενημέρωση στα σουηδικά - uppdatering, uppdateringen, uppdatera, uppdateras, uppdateringar
  • ενθαρρύνω στα σουηδικά - befrämja, uppmuntra, främja, uppmuntrar, rekommenderar, stimulera
  • ενθουσιασμένος στα σουηδικά - glada, exciteras, exalterat, upphetsad, spännande
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppmuntran, uppmuntra, främjande, uppmuntrande, uppmuntras