Εξάπλωση στα σουηδικά
Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillväxt, utvidgning, spridning, sprider, sprida, spridnings, sprids
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπλωση
εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, εξάπλωση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εξάμηνο στα σουηδικά - halvår, halvåret, halvt år, halvårs
- εξάνθημα στα σουηδικά - utslag, hudutslag, rash, Utslagen, ilat
- εξάπτω στα σουηδικά - excitera, uppväcka, hetsas, exciterar, upphetsa
- εξάρθρωση στα σουηδικά - dislokation, förskjutning, luxation, störningen, störning
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillväxt, utvidgning, spridning, sprider, sprida, spridnings, sprids
Μεταφράσεις: tillväxt, utvidgning, spridning, sprider, sprida, spridnings, sprids