Επαγρύπνηση στα σουηδικά
Μετάφραση: επαγρύπνηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaksamhet, övervakning, vaksam, vigilance, vaksamheten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επαγρύπνηση
επαγρύπνηση λεξικο, αντιληπτική επαγρύπνηση, επαγρύπνηση ορισμος, επαγρύπνηση σημασια, επαγρύπνηση ακελ, επαγρύπνηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, επαγρύπνηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επαγγελματίας στα σουηδικά - professionell, professionella, yrkes, professionellt, yrkesmässig
- επαγγελματικός στα σουηδικά - professionell, professionella, yrkes, professionellt, yrkesmässig
- επαγωγή στα σουηδικά - induktion, induktions, induktionen, inducering
- επαινετός στα σουηδικά - lovvärda, lovvärt, lovvärd, berömvärt, berömvärda
Τυχαίες λέξεις
Επαγρύπνηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vaksamhet, övervakning, vaksam, vigilance, vaksamheten
Μεταφράσεις: vaksamhet, övervakning, vaksam, vigilance, vaksamheten