Εργολάβος στα σουηδικά
Μετάφραση: εργολάβος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
entreprenör, entreprenören, uppdragstagaren, uppdragstag
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργολάβος
εργολάβος μου πρότεινε μίζα και του έσπασα τα μούτρα, εργολάβος οικοδομών, εργολάβοσ σπύροσ, εργολάβοσ κηδειών, εργολάβος θερμίδες, εργολάβος λεξικό γλώσσας σουηδικά, εργολάβος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εργοδηγός στα σουηδικά - förman, gubbe, Elektriker, Gaffer, Filmelektriker
- εργοδότης στα σουηδικά - arbetsgivare, arbetsgivaren, arbetsgivarens, arbetsgivar, arbetsgivares
- εργοστάσιο στα σουηδικά - kvarn, växt, fabrik, planta, plantera, fabriken, fabriks
- ερείπια στα σουηδικά - ruiner, ruinerna, fördärvar, Tida ruiner
Τυχαίες λέξεις
Εργολάβος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: entreprenör, entreprenören, uppdragstagaren, uppdragstag
Μεταφράσεις: entreprenör, entreprenören, uppdragstagaren, uppdragstag