Εύσωμος στα σουηδικά
Μετάφραση: εύσωμος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korpulent, fetlagd, portly, ståtlig, bastant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύσωμος
εύσωμος λεξικό γλώσσας σουηδικά, εύσωμος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εύστροφος στα σουηδικά - vig, pigg, flink, lömsk, Shifty, skiftar, lömska, ...
- εύσχημος στα σουηδικά - trolig, ordentlig, antaglig, ärbar, sannolik, trovärdig, bestick, ...
- εύφλεκτος στα σουηδικά - brandfarlig, brandfarligt, brandfarliga, brännbart, brännbar
- εύχομαι στα σουηδικά - önska, tillönskan, vilja, önskar, vill, önskar att
Τυχαίες λέξεις
Εύσωμος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: korpulent, fetlagd, portly, ståtlig, bastant
Μεταφράσεις: korpulent, fetlagd, portly, ståtlig, bastant