Καταδίκη στα σουηδικά
Μετάφραση: καταδίκη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dom, mening, döma, sats, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταδίκη
καταδίκη μελισσανίδη, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως αρμοδιότητα, καταδίκη εφοριακών, καταδίκη τουρκίας, καταδίκη χαλυβουργών, καταδίκη λεξικό γλώσσας σουηδικά, καταδίκη στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καταγωγή στα σουηδικά - härkomst, börd, nedgång, ursprung, ursprungs, ursprungsland, ursprunget
- καταγώγιο στα σουηδικά - kula, lya, dyka, håla, näste, Den
- καταδίωξη στα σουηδικά - jakt, chase, jaga, jakten, jagar
- καταδαπανώ στα σουηδικά - slösa, katadapano
Τυχαίες λέξεις
Καταδίκη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: dom, mening, döma, sats, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom
Μεταφράσεις: dom, mening, döma, sats, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom