Κατοχή στα σουηδικά

Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besittning, yrke, arbete, sysselsättning, jobb, innehav, bollinnehavet, inneha
Κατοχή στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοχή

κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας σουηδικά, κατοχή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κατολίσθηση στα σουηδικά - glidande, glid, skjut, skjutbara, glider
  • κατορθώνω στα σουηδικά - vinna, anlända, nå, utföra, förvärva, räcka, lägga över, ...
  • κατοχυρώνω στα σουηδικά - skydda, garanti, freda, garantera, värna, befästa, stärka, ...
  • κατράμι στα σουηδικά - tjära, tonhöjd, tonhöjds, beck, stigning, planen
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: besittning, yrke, arbete, sysselsättning, jobb, innehav, bollinnehavet, inneha