Κλιμάκωση στα σουηδικά
Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skala, upptrappning, eskalering, upptrappningen, eskalerings
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση
κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, κλιμάκωση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κλητεύω στα σουηδικά - stämning, föreläggande, stämningar, subpoena, stämning från
- κλικ στα σουηδικά - klick, Klicka, Klicka på, klick på
- κλιμακώνομαι στα σουηδικά - eskalerar, trappas upp, trappas, eskalera
- κλινική στα σουηδικά - klinik, kliniken, klinikens
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skala, upptrappning, eskalering, upptrappningen, eskalerings
Μεταφράσεις: skala, upptrappning, eskalering, upptrappningen, eskalerings