Λαθρεμπόριο στα σουηδικά
Μετάφραση: λαθρεμπόριο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smuggling, människosmuggling, smugglingen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαθρεμπόριο
λαθρεμπόριο καυσίμων ονοματα, λαθρεμπόριο καυσίμων, λαθρεμπόριο τσιγάρων, λαθρεμπόριο πετρελαίου ονοματα, λαθρεμπόριο καπνού, λαθρεμπόριο λεξικό γλώσσας σουηδικά, λαθρεμπόριο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λαγός στα σουηδικά - hare, haren, Harjakt, Hare
- λαθρέμπορος στα σουηδικά - smugglaren, Smuggler, smugglare, smugglar
- λαθροκυνηγός στα σουηδικά - Poachers, tjuvjägare, Tjuv, Tjuvskyttar, Tjuvfiskare
- λαιμαργία στα σουηδικά - frosseri, gluttony, frosseriet, glupskhet, frosseriets
Τυχαίες λέξεις
Λαθρεμπόριο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: smuggling, människosmuggling, smugglingen
Μεταφράσεις: smuggling, människosmuggling, smugglingen