Μάχομαι στα σουηδικά

Μετάφραση: μάχομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
strid, slag, strida, slagsmål, slåss, kamp, kampen, bekämpning, bekämpa
Μάχομαι στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μάχομαι

μάχομαι συνωνυμα, μάχομαι αρχικοί χρόνοι, μάχομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, μάχομαι στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • μάτσο στα σουηδικά - packe, paket, bunt, knippa, bukett, gäng, massa, ...
  • μάχη στα σουηδικά - bekämpa, strid, slåss, slagsmål, strida, slag, slaget, ...
  • μέγαιρα στα σουηδικά - shrew, argbigga, en argbigga, shrewen, näbbmus
  • μέγαρο στα σουηδικά - slott, palats, herrgård, Mansion, herrgården, byggnad, herrgård från
Τυχαίες λέξεις
Μάχομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: strid, slag, strida, slagsmål, slåss, kamp, kampen, bekämpning, bekämpa