Ντροπαλότητα στα σουηδικά

Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blyghet, skygghet, shyness, blygheten, blygsel
Ντροπαλότητα στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, ντροπαλότητα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ντροπή στα σουηδικά - skam, synd, skammen
  • ντροπαλός στα σουηδικά - rädd, skygg, blyg, kasta
  • ντόμπρος στα σουηδικά - uppriktig, frispråkig, frispråkiga, uttalad, outspoken, uttalade
  • ντόπιος στα σουηδικά - inhemsk, inföding, infödd, nativ, nativt, nativa, infödda
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: blyghet, skygghet, shyness, blygheten, blygsel