Παύση στα σουηδικά
Μετάφραση: παύση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rast, paus, ebb, uppehåll, pausa, pausen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παύση
παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση λεξικό γλώσσας σουηδικά, παύση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- παχυσαρκία στα σουηδικά - Fetma, övervikt, Obesity, fetma
- παχύσαρκος στα σουηδικά - korpulent, obese, feta, överviktiga, fetma, viktiga
- παύω στα σουηδικά - upphöra, upphör, vapen, längre, inte längre
- πείθω στα σουηδικά - vingla, övertyga, övertygar, att övertyga, tala, övertala
Τυχαίες λέξεις
Παύση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rast, paus, ebb, uppehåll, pausa, pausen
Μεταφράσεις: rast, paus, ebb, uppehåll, pausa, pausen