Περιορίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräns, inskränka, reducera, minska, begränsa, begränsar, begränsas, nöja
Περιορίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορίζω

περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, περιορίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • περιοδικά στα σουηδικά - period, periodvis, regelbundet, periodiskt, jämna
  • περιοδικό στα σουηδικά - magasin, tidskrift, magazine, tidningen, tidskriften
  • περιορισμένος στα σουηδικά - begränsad, begränsat, begränsas, begränsade, restriktioner
  • περιορισμός στα σουηδικά - inskränkning, förbehåll, begränsning, restriktion, restriktions, begränsningen
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: gräns, inskränka, reducera, minska, begränsa, begränsar, begränsas, nöja