Πυκνός στα σουηδικά

Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tjock, tät, undersätsig, satta
Πυκνός στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνός

πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας σουηδικά, πυκνός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαχώ στα σουηδικά - låda, skrin, lår, ask, spar, mast, masten, ...
  • πυκνωτής στα σουηδικά - kondensator, kondensatorn, kondensatom
  • πυκνότητα στα σουηδικά - densitet, täthet, densiteten, tätheten
  • πυκνώνω στα σουηδικά - tjockna, tjockare, förtjocka, förtjockas, tjocknar
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tjock, tät, undersätsig, satta