Σκαλίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skära, bruka, gräva i, att gräva i, gräver i, delve in, delve in i
Σκαλίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκαλίζω

σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, σκαλίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • σκίτσο στα σουηδικά - teckning, skiss, skissa, skissar, skissen, sketch
  • σκαθάρι στα σουηδικά - skalbagge, beetle, skalbaggen, skalbaggar, Utskjutande
  • σκαλιστήρι στα σουηδικά - spud, slangfästet, fästet, slutningen, slutn
  • σκαλωσιά στα σουηδικά - schavott, byggnadsställningar, ställnings, ställningar, byggnadsställning
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skära, bruka, gräva i, att gräva i, gräver i, delve in, delve in i