Συνήγορος στα σουηδικά
Μετάφραση: συνήγορος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försvara, jurist, advokat, biträde, råd, ombud, rådgivare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνήγορος
συνήγορος του καταναλωτή τηλ, συνήγορος του μετανάστη, συνήγορος καταναλωτή, συνήγορος του πολίτη email, συνήγορος του πολίτη, συνήγορος λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνήγορος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συνέταιρος στα σουηδικά - partner, partnern, samarbetspartner
- συνέχεια στα σουηδικά - kontinuitet, kontinuiteten, kontinuitets, kontinuerlig
- συνήθεια στα σουηδικά - vana, sedvana, sed, vanan, för vana, vana att, vanor
- συνήθης στα σουηδικά - bruklig, vanligt, vanliga, vanlig, normalt, normala
Τυχαίες λέξεις
Συνήγορος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: försvara, jurist, advokat, biträde, råd, ombud, rådgivare
Μεταφράσεις: försvara, jurist, advokat, biträde, råd, ombud, rådgivare