Υπόκωφος στα σουηδικά
Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tom, grop, ihålig, ihåliga, ihåligt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόκωφος
υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας σουηδικά, υπόκωφος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- υπόδικος στα σουηδικά - respondent, svaranden, svarande, respondenten, motparten
- υπόθεση στα σουηδικά - ärende, affär, antagande, sysselsättning, sak, ämne, angelägenhet, ...
- υπόλειμμα στα σουηδικά - minne, spåra, spår, märke, relik, återstod, rest, ...
- υπόληψη στα σουηδικά - värdera, aktning, respekt, uppskatta, rykte, anseende, renommé, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tom, grop, ihålig, ihåliga, ihåligt
Μεταφράσεις: tom, grop, ihålig, ihåliga, ihåligt