Όρεξη στα σουηδικά

Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aptit, matlust, aptiten
Όρεξη στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας σουηδικά, όρεξη στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • όργανο στα σουηδικά - införa, organ, instrument, orgel, organet
  • όργιο στα σουηδικά - orgie, orgy, orgier, orgien
  • όρθιος στα σουηδικά - rak, lodrät, renhårig, ställning, upprätt, upprättstående, stående, ...
  • όριο στα σουηδικά - gräns, gränsen, begränsning
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: aptit, matlust, aptiten