Αγιοποιώ στα τούρκικα
Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kutsamak, takdis, kutsamaya, sanctify, kutsallaştırmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ
αγιοποιώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, αγιοποιώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αγελαίος στα τούρκικα - sokulgan, gregarious, sokulgan bir, toplu halde yaşayan
- αγενής στα τούρκικα - basit, çiğ, ham, ilkel, kaba, kaba bir, terbiyesiz
- αγιοπρεπής στα τούρκικα - agioprepis
- αγιότητα στα τούρκικα - kutsallık, kutsallığı, holiness, bir kutsallık, kutsallığımız
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kutsamak, takdis, kutsamaya, sanctify, kutsallaştırmak
Μεταφράσεις: kutsamak, takdis, kutsamaya, sanctify, kutsallaştırmak