Αδίστακτος στα τούρκικα

Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acımasız, acımasız bir, acımasızca, amansız, merhametsiz
Αδίστακτος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίστακτος

αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αδίστακτος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αδέσποτος στα τούρκικα - sahipsiz, ownerless, fazla sahipsiz, sahipsiz veya
  • αδίκημα στα τούρκικα - suç, Hücum, suçun, suçtur, suçu
  • αδαής στα τούρκικα - acemi, beceriksiz, hantal, toy, Callow, tüyleri bitmemiş, tecrübesiz
  • αδαμαντίνη στα τούρκικα - emaye, mine, emay, sır, enamel
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: acımasız, acımasız bir, acımasızca, amansız, merhametsiz