Ακονίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακονίζω
ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακονίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ακολουθία στα τούρκικα - maiyet, takip, indi, ertesi, aşağıdaki, dizi, dizisi, ...
- ακολουθώ στα τούρκικα - izlemek, çıkmak, takip, izleyin, uygulayın, takip edin, aşağıdaki
- ακουμπώ στα τούρκικα - zayıf, yağsız, dayamak, dokunma, dokunmayın, öğesine dokunun, dokunmak, ...
- ακουστική στα τούρκικα - akustik, akustiği, Acoustics, Aerodinamik Akustik, bir akustik
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
Μεταφράσεις: keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek