Ανέγερση στα τούρκικα
Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapı, ereksiyon, montaj, montajı, konstrüksiyon montajı, montaj sırasında
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανέγερση
ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανέγερση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανάφλεξη στα τούρκικα - ateşleme, kontak, Kontağı, ateşlemeli
- ανάχωμα στα τούρκικα - kıyı, banka, yığın, küme, tümsek, höyük, höyüktür, ...
- ανέκδοτο στα τούρκικα - fıkra, hikâye, anekdot, anekdotu, anecdote, bir anekdot
- ανέκφραστος στα τούρκικα - duygusuz, deadpan, duygusuz bir, ifadesiz
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapı, ereksiyon, montaj, montajı, konstrüksiyon montajı, montaj sırasında
Μεταφράσεις: yapı, ereksiyon, montaj, montajı, konstrüksiyon montajı, montaj sırasında