Αναστέλλω στα τούρκικα
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engellemek, inhibe, inhibe eden, engelleyen, önleyen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναστέλλω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα τούρκικα - revü, araştırma, inceleme, yorum, Yorumla, yorumu, yorum yazın
- αναστάτωση στα τούρκικα - kesilme, hareket, bozulma, bozulması, kesinti, kesintileri, parçalama
- αναστατώνω στα τούρκικα - heyecanlanmak, fluster, telaşlandırmak, sarhoş etmek, bocalamak
- αναστενάζω στα τούρκικα - iç çekiş, sigh, iç çekişi, siir, iç geçiriyorum
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: engellemek, inhibe, inhibe eden, engelleyen, önleyen
Μεταφράσεις: engellemek, inhibe, inhibe eden, engelleyen, önleyen