Απερίσκεπτος στα τούρκικα
Μετάφραση: απερίσκεπτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşüncesiz, kızarıklık, dikkatsizlik, inconsiderate, düşüncesizce, düşüncesiz bir, saygısız
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απερίσκεπτος
απερίσκεπτος σημασια, απερίσκεπτος συνώνυμο, απερίσκεπτος συνωνυμα, απερίσκεπτοσ τι σημαινει, απερίσκεπτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, απερίσκεπτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- απελπισμένος στα τούρκικα - umutsuz, ümitsiz, umutsuz bir, çaresiz, hopeless
- απενεργοποιώ στα τούρκικα - sakatlamak, devre dışı, devre dışı bırakmak, kaldırmak, devre dışı bırakın, devre dışı bırakma
- απεργία στα τούρκικα - grev, strike, grevi, doğrultu, grevin
- απεργοσπάστης στα τούρκικα - ispiyoncu, Fink, destek vermemek, alçak kimse, grev kırıcı işçi
Τυχαίες λέξεις
Απερίσκεπτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: düşüncesiz, kızarıklık, dikkatsizlik, inconsiderate, düşüncesizce, düşüncesiz bir, saygısız
Μεταφράσεις: düşüncesiz, kızarıklık, dikkatsizlik, inconsiderate, düşüncesizce, düşüncesiz bir, saygısız