Ασυλία στα τούρκικα
Μετάφραση: ασυλία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sığınak, barınak, bağışıklık, dokunulmazlık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυλία
ασυλία dancing with the stars, ασυλία ετυμολογία, ασυλία ορισμός, ασυλία dancing, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασυλία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αστός στα τούρκικα - hemşehri, Townsman, şehirli, Hemşehrim
- ασυδοσία στα τούρκικα - dokunulmazlık, bağışıklık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı
- ασυμβίβαστος στα τούρκικα - uyumsuz, uyumlu, uyumlu olmayan, bağdaşmayan, bağdaşmaz
- ασυμμετρία στα τούρκικα - asimetri, asimetrisi, asimetrisinin, asimetrinin
Τυχαίες λέξεις
Ασυλία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sığınak, barınak, bağışıklık, dokunulmazlık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı
Μεταφράσεις: sığınak, barınak, bağışıklık, dokunulmazlık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı