Αυτοκίνητο στα τούρκικα
Μετάφραση: αυτοκίνητο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otomobil, araba, araç, arabası, oto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκίνητο
αυτοκίνητο φυσικό αέριο, αυτοκίνητο αγορά, αυτοκίνητο diesel, αυτοκίνητο hertz, αυτοκίνητο ονειροκρίτης, αυτοκίνητο λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυτοκίνητο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αυτοβιογραφία στα τούρκικα - otobiyografi, otobiyografisi, özgeçmiş, özyaşamöyküsü, otobiyografisinde
- αυτοδύναμος στα τούρκικα - kendine güvenen, özgüven, kendine güvenen bireyler, kendi kendine yeten, kendi kendine yeten bir
- αυτοκίνητος στα τούρκικα - kendi kendine, kendini, kendinden, kendi kendini, kendine
- αυτοκινητιστής στα τούρκικα - araba kullanan kimse, sürücünün, motorist, bir sürücünün
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκίνητο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: otomobil, araba, araç, arabası, oto
Μεταφράσεις: otomobil, araba, araç, arabası, oto