Βαθούλωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göçük, dent, çentik, göçmek, çökme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα
βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, βαθούλωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βαθουλωμένος στα τούρκικα - boş, oyuk, bereli, çukurlu, bombeli, DTED, dented
- βαθουλώνω στα τούρκικα - göçük, dent, çentik, göçmek, çökme
- βαθυστόχαστος στα τούρκικα - derin, derin bir, köklü, engin, derinden
- βαθύς στα τούρκικα - gizemli, esrarengiz, derin, derin bir, deep, koyu
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: göçük, dent, çentik, göçmek, çökme
Μεταφράσεις: göçük, dent, çentik, göçmek, çökme