Βλάπτω στα τούρκικα

Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zarar, incitmek, acı, kırmak, zarar vermek
Βλάπτω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλάπτω

βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βλάπτω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βλάβη στα τούρκικα - yara, kötülük, zarar, hasar, hasarı, bir hasar, hasarlar
  • βλάκας στα τούρκικα - aptal, kandırmak, fool, salak, aldatmasına
  • βλέμμα στα τούρκικα - benzemek, beklemek, bakış, bakmak, bakabilirsiniz, bakın, görünüyorsun, ...
  • βλέπω στα τούρκικα - gözetlemek, bakmak, gözlemek, karşılaşmak, toplanmak, buluşmak, görmek, ...
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: zarar, incitmek, acı, kırmak, zarar vermek