Δίκη στα τούρκικα

Μετάφραση: δίκη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muayene, deneme, test, çalışma, test et, deneme aboneliği
Δίκη στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίκη

δίκη μάριου παπαγεωργίου, δίκη παπαγεωργόπουλου, δίκη υπεξαίρεσης, δίκη της δευτέρας, δίκη προθέσεων, δίκη λεξικό γλώσσας τούρκικα, δίκη στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δίκαια στα τούρκικα - oldukça, adil, dürüstçe, epeyce
  • δίκαιος στα τούρκικα - fuar, yalnız, sadece, tam, ancak, adil, dürüst, ...
  • δίκτυο στα τούρκικα - ağ, şebeke, ağı, network, bir ağ
  • δίλημμα στα τούρκικα - ikilem, ikilemi, bir ikilem, dilemma
Τυχαίες λέξεις
Δίκη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: muayene, deneme, test, çalışma, test et, deneme aboneliği